δόκιμος

δόκιμος
η , ο [ος , ον ] 1.
1) известный, признанный, опытный;

δόκιμος συγγραφέας — писатель-классик;

2) испытанный, проверенный;
3) подвергаемый испытанию, проходящий испытательный срок;

δόκιμο μέλος τού κόμματος — кандидат в члены партии;

δόκιμος αξιωματικός — курсант военного училища;

δόκιμος μοναχός — послушник;

2. (ο )
1) ученик, подмастерье; 2) новичок; стажёр, практикант;

δόκιμος του πολεμικού ( — или εμπορικού) ναυτικού — гардемарин;

3) курсант военно-морского училища;
Σχολή δοκίμων военно-морское училище

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δόκιμος" в других словарях:

  • Δόκιμος — acceptable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκιμος — acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… …   Dictionary of Greek

  • δόκιμος — η, ο 1. αυτός που κρίνεται ικανός και άξιος ύστερα από δοκιμή: Πάντα τον ψηφίζουν, γιατί είναι δόκιμος πολιτικός. 2. αυτός που βρίσκεται υπό δοκιμασία, ο μαθητευόμενος: Δόκιμος καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκιμώτερον — δόκιμος acceptable masc acc comp sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc comp sg δόκιμος acceptable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμωτάτων — δόκιμος acceptable fem gen superl pl δόκιμος acceptable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμωτέρων — δόκιμος acceptable fem gen comp pl δόκιμος acceptable masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμώτατα — δόκιμος acceptable adverbial superl δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμώτατον — δόκιμος acceptable masc acc superl sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δοκίμω — Δόκιμος acceptable masc nom/voc/acc dual Δόκιμος acceptable masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίμω — δόκιμος acceptable masc/fem/neut nom/voc/acc dual δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δοκιμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»